καταγκυλώ

καταγκυλώ
καταγκυλῶ, -όω (Α)
1. (για τις τρίχες τού κεφαλιού) κάνω κάτι κυματώδες, «κατσαρώνω»
2. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ.) τὸ κατηγκυλωμένον
η λοξότητα, η στρεβλότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἀγκυλῶ (< ἀγκύλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”